Τα μυστικά της καλής βολής

Πολλοί κυνηγοί πέρασαν ολόκληρη τη ζωή τους συντροφιά μ’ ένα όπλο, γνώρισαν αλησμόνητες επιτυχίες, χωρίς όμως να γνωρίσουν ποτέ σε βάθος το βασικό εργαλείο της πιο αγαπημένης τους ενασχόλησης. Οι “μυθικές” ικανότητες του όπλου επηρεάζονται από συγκεκριμένους παράγοντες, τους οποίους θα πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ο κυνηγός για να εκμεταλλευτεί το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του.
Ας δούμε, λοιπόν, από ποιους παράγοντες επηρεάζεται η βολή του λειόκανου κυνηγετικού όπλου και πώς πρέπει να γίνεται η σκόπευση.
Του Μιχάλη Ταμπάκη
Η χώρα μας, λόγω συνθηκών που αντιμετώπισε τις τελευταίες εκατονταετίες, δεν ανέπτυξε έγκαιρα βιομηχανία και ειδικότερα βιομηχανία όπλων. Συνέπεια αυτού είναι το ότι, εφ’ όσον τα όπλα προέρχονταν από το εξωτερικό χωρίς να υπάρχουν επαρκείς γνώσεις σχετικά με τη μελέτη για την κατασκευή τους, εθεωρήθη το πυροβόλο όπλο ως ένα λίγο μυθικό αντικείμενο, με παράξενες, σχεδόν “μαγικές”, ιδιότητες. Η αρχική αυτή εντύπωση μπορώ να πω δεν έχει εκλείψει εντελώς ακόμη και σήμερα. Στην πραγματικότητα, το όπλο είναι και αυτό ένα τεχνολογικό προϊόν, όπως τα άλλα, με σαφείς ιδιότητες και απλή, κατανοητή συμπεριφορά. Το άρθρο αυτό στοχεύει στο να απομυθοποιήσει το κυνηγετικό όπλο, αναλύοντας τα αίτια που επηρεάζουν τη βολή και εξηγώντας πώς πρέπει να γίνεται η σκόπευση και γιατί.
Η γωνία της σκόπευσης
Χάριν ευκολίας, ας υποθέσουμε κατ’ αρχήν ότι η σκόπευση γίνεται με μονόκαννο όπλο ή καραμπίνα. Σκοπεύουμε, προεκτείνοντας μια νοητή ευθεία που ξεκινάει από το μάτι μας και “ακουμπώντας” πάνω στη ρήγα της κάννης φθάνει στο κέντρο του στόχου.
Ο άξονας της κάννης είναι μία άλλη, επίσης νοητή ευθεία, που περνά ακριβώς από το κέντρο της κάννης και τη διατρέχει σε όλο το μήκος της. Όταν πυροβολήσουμε, τα σκάγια κινούνται αναγκαστικά κατά μήκος του άξονα της κάννης και ακολουθούν φυσικά την ίδια κατεύθυνση βγαίνοντας από αυτή.
Η γραμμή σκόπευσης όμως και ο άξονας της κάννης δεν είναι νοητές ευθείες παράλληλες, αλλά σχηματίζουν μεταξύ τους μία γωνία. Αυτό διότι το πίσω μέρος της κάννης, λόγω της θαλάμης όπου τοποθετείται το φυσίγγιο, έχει μεγαλύτερη διάμετρο από το εμπρός μέρος, το στόμιο. Επίσης, για λόγους αντοχής, τα τοιχώματα της κάννης πίσω είναι πιο χονδρά από τα τοιχώματα του στομίου. Έτσι η κάννη καταλήγει να είναι κωνική.
Όταν, λοιπόν, σκοπεύουμε το κέντρο του στόχου, χρησιμοποιώντας την επάνω εξωτερική επιφάνεια της κάννης ή τη ρήγα που είναι επάνω από αυτή, ο άξονας της κάννης προεκτεινόμενος συνιστά το στόχο σε κάποιο σημείο πιο ψηλά από το σημείο σκόπευσης, δηλαδή το κέντρο. Τα σκάγια, τα οποία κατ’ ανάγκη ακολουθούν την κατεύθυνση του άξονα της κάννης, βγαίνοντας από το στόμιο θα κατευθυνθούν προς το ίδιο σημείο του στόχου με αυτόν, δηλαδή κάπως πιο ψηλά από το κέντρο του στόχου. Αντιμετωπίζουμε έτσι το πρώτο πρόβλημα ακριβείας στη βολή λόγω της γραμμής σκόπευσης.
Γιατί το λάκτισμα ανυψώνει την κάννη
Το λάκτισμα του όπλου είναι η δεύτερη αιτία που επηρεάζει την ακρίβεια της σκόπευσης. Πυροδοτώντας το φυσίγγιο, τα αέρια της πυρίτιδας πιέζουν με δύναμη τα σκάγια προς το στόμιο της κάννης. Ακριβώς με ίση δύναμη πιέζουν συγχρόνως τον πυθμένα του κάλυκα προς τα πίσω, προκαλώντας έτσι το λάκτισμα του όπλου. Το λάκτισμα αρχίζει, επομένως, αμέσως μόλις τα σκάγια κινηθούν προς το στόμιο και όχι αφού βγουν από αυτό. Στη συνέχεια μεταφέρεται το λάκτισμα από τον κάλυκα στην κάννη, από την κάννη στο κοντάκι και από το κοντάκι στον ώμο του σκοπευτή.
Παρατηρώντας το όπλο από το πλάι, διαπιστώνουμε ότι μεταξύ κάννης και κοντακιού υπάρχει μια κλίση, μια γωνία δηλαδή. Η κλίση αυτή είναι απαραίτητη διότι βοηθά το σκοπευτή να φέρει το μάτι του στη σκοπευτική γραμμή του όπλου.
Συγχρόνως, όμως, είναι η αιτία ενός προβλήματος στην ακρίβεια της σκόπευσης. Διότι η δύναμη με την οποία τα αέρια σπρώχνουν τον πυθμένα του κάλυκα προς τα πίσω, μεταφέρεται από την κάννη, μέσω του κοντακιού, στον ώμο του σκοπευτή υπό γωνία και αναλύεται εκ τούτου σε δύο δυνάμεις: μία που πιέζει τον ώμο του σκοπευτή και μία άλλη μικρότερη που κατευθύνεται προς τα πάνω. Η δεύτερη αυτή δύναμη είναι που τραβά το όπλο προς τα πάνω, προκαλώντας την ανύψωση της κάννης. Έτσι το στόμιο της κάννης είναι ανυψωμένο από την αρχική θέση σκόπευσης τη στιγμή που βγαίνουν τα σκάγια και κατά συνέπεια αυτά δεν θα κινηθούν προς το κέντρο του στόχου, αλλά πιο ψηλά από αυτόν.
Κραδασμοί με υπερηχητική ταχύτητα
Μια τρίτη αιτία που επηρεάζει την ακρίβεια της σκόπευσης είναι οι κραδασμοί, που προκαλούνται στο υλικό της κάννης από την εκπυρσοκρότηση του φυσιγγίου. Οι κραδασμοί αυτοί, αν και ξεκινούν λόγω της εκπυρσοκρότησης μαζί με τα σκάγια, φθάνουν στο στόμιο πολύ πριν από αυτά, διότι μεταδίδονται μέσα στα μέταλλα με ταχύτητα τριπλάσια της ταχύτητας του ήχου, δηλαδή περίπου 1.020 μέτρα το δευτερόλεπτο.
Έτσι, όταν τα σκάγια φθάνουν στο στόμιο της κάννης, η κάννη πάλλεται από τους κραδασμούς της εκπυρσοκρότησης και αυτό επηρεάζει επιπλέον την ακρίβεια της σκόπευσης. Οι παλμικές αυτές κινήσεις είναι πολύ μικρές βέβαια, και η επίδρασή τους είναι επίσης μικρή.
Η δύναμη της βαρύτητας
Η τελευταία αιτία που επηρεάζει την ακρίβεια της σκόπευσης είναι η βαρύτητα, η δύναμη δηλαδή με την οποία η γη έλκει όλα τα αντικείμενα προς τα κάτω.
Όσο χρόνο τα σκάγια κινούνται μέσα στην κάννη, τα τοιχώματα της κάννης εξουδετερώνουν τη βαρύτητα. Από τη στιγμή όμως που βρίσκονται έξω από αυτή, η έλξη της γης επιδρά πάνω τους και έλκοντάς τα σταθερά προς τα κάτω, τα υποχρεώνει φθάνοντας στο στόχο να χτυπήσουν χαμηλότερα από το σημείο σκόπευσης. Εάν τοποθετήσουμε το στόχο πιο μακριά από την κάννη, θα απαιτηθεί περισσότερος χρόνος για να φθάσουν τα σκάγια σε αυτόν και η έλξη της γης θα προφτάσει να τα μετατοπίσει περισσότερο προς τα κάτω. Φθάνοντας στο στόχο, θα χτυπήσουν ακόμη χαμηλότερα. Επίσης εάν χρησιμοποιηθεί φυσίγγιο που δίνει μικρή ταχύτητα στα σκάγια, θα απαιτηθεί πάλι περισσότερος χρόνος για να φθάσουν τα σκάγια στο στόχο, και πάλι η έλξη της γης θα τα μετατοπίσει χαμηλότερα.
Περιορισμένο βεληνεκές
Αναφέρθηκαν ήδη οι αιτίες που επηρεάζουν τη σκόπευση. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η γωνία που υπάρχει μεταξύ της γραμμής σκόπευσης και του άξονα της κάννης τείνει να ανυψώσει την τουφεκιά. Την ίδια τάση έχει και το λάκτισμα του όπλου. Οι παλμικοί κραδασμοί της κάννης έχουν ακανόνιστη, απρόβλεπτη κατεύθυνση, αφού η άκρη της κάννης πάλλεται, τρέμει προς κάθε κατεύθυνση. Τέλος, η βαρύτητα τείνει να μετατοπίσει την τουφεκιά προς τα κάτω. Όλες αυτές οι αιτίες είναι γνωστές στους κατασκευαστές όπλων.
Με μαθηματικούς υπολογισμούς έχουν καθορίσει ποια γωνία πρέπει να υπάρχει μεταξύ της ρίγας και του άξονα της κάννης, ώστε το κέντρο του κύκλου διασποράς των σκαγιών να ταυτίζεται με το κέντρο του στόχου όταν πυροβολούμε. Και με πειραματικές δοκιμές έχουν επαληθεύσει και διορθώσει τους υπολογισμούς αυτούς. Παρ’ όλα αυτά, το κυνηγετικό όπλο είναι ένα τεχνικό προϊόν μαζικής παραγωγής, πράγμα που δεν μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη σφαλμάτων. Εξ άλλου, έχει εκ κατασκευής μια δέσμευση, την οποία δυστυχώς αγνοούν όχι μόνο οι κυνηγοί στο σύνολό τους, αλλά και οι οπλοπώλες και οι οπλουργοί ακόμη.
Όλοι οι κατασκευαστές λειόκαννων όπλων δεν εγγυώνται μεγαλύτερο βεληνεκές από 35 μέτρα. Λόγω του μικρού αυτού βεληνεκούς, τα όργανα σκόπευσης είναι σταθερά. Η ρίγα και το στόχαστρο είναι μόνιμα κολλημένα επάνω στην κάννη, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε μελλοντική ρύθμιση.
Έχει γίνει γνωστό ότι η τροχιά των σκαγιών είναι καμπυλόγραμμη (για την ακρίβεια είναι παραβολική). Εάν λοιπόν, στα 35 μέτρα, επιθυμούμε να κτυπά το κέντρο του στόχου, πρέπει η ρίγα να προσαρμοστεί στην κάννη με τέτοια γωνία που να εξουδετερώνεται η πτώση της δέσμης λόγω της βαρύτητας.
Αν τώρα, αντί για τα 35 σκοπευθεί στα 50 μέτρα, το κέντρο της δέσμης των σκαγιών θα κτυπήσει το στόχο χαμηλότερα, αφού η βαρύτητα θα επηρεάσει τα σκάγια επί περισσότερο χρόνο. Αν η βολή επαναληφθεί στα 20 μέτρα, για τους ίδιους λόγους η δέσμη θα κτυπήσει το στόχο πιο ψηλά από το σημείο σκόπευσης. Αυτά τα σφάλματα δύσκολα γίνονται αντιληπτά διότι καλύπτονται συνήθως από τη διασπορά των σκαγιών.
Η δέσμευση των κατασκευαστών
Και τώρα έχουμε φθάσει στο σημαντικότερο σημείο του άρθρου αυτού: είδαμε ότι το λάκτισμα του όπλου προκαλεί ανύψωση της κάννης. Η ανύψωση αυτή έχει προϋπολογισθεί κατά την κατασκευή του όπλου και εξουδετερώνεται από τη γωνία που δίνεται στη ρίγα. Όμως είναι ευνόητο ότι διαφορετικά φυσίγγια προκαλούν διαφορετικό λάκτισμα, δηλαδή διαφορετική ανύψωση της κάννης και φυσικά ανύψωση του κέντρου της δέσμης των σκαγιών από το σημείο σκόπευσης. Σε ακραίες περιπτώσεις η ανύψωση αυτή ξεπερνά τα 30 εκατοστά του μέτρου, όπως προσωπικά έχω διαπιστώσει με δοκιμές.
Οι κατασκευαστές, αδυνατώντας να δώσουν άλλη λύση, προσαρμόζουν τη ρίγα στα όπλα διαμετρήματος 12, που έχουν βάρος γύρω στα 3 κιλά έτσι, ώστε να αντισταθμίζεται το λάκτισμα που προέρχεται από φυσίγγια με 32 περίπου γραμμάρια σκάγια. Αυτή είναι η δέσμευση που προανέφερα. Διότι αν στα όπλα αυτά χρησιμοποιηθούν φυσίγγια με περισσότερα σκάγια, το ισχυρό λάκτισμα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ανύψωση της κάννης, με τις γνωστές επιπτώσεις στην ακρίβεια βολής.
Στα όπλα Μάγκνουμ, διαμετρήματος 12, που έχουν τη δυνατότητα να βάλλουν φυσίγγια με γομώσεις μέχρι 52 γρ. σκάγια, είναι ανάλογα προσαρμοσμένη για το λάκτισμα που προκαλείται από τα φυσίγγια αυτά. Το συμπέρασμα είναι ότι πρώτον, χάρη της ακρίβειας της σκόπευσης, είναι δεσμευμένος ο κυνηγός να χρησιμοποιεί φυσίγγια που προκαλούν λάκτισμα όμοιο με αυτό που έχει υπολογίσει ο κατασκευαστής. Η χρησιμοποίηση διαφορετικών φυσιγγιών συνεπάγεται σαφώς αρνητικά και όχι θετικά αποτελέσματα. Και δεύτερο προκύπτει πόσο απαραίτητος είναι ο έλεγχος ακριβείας σκόπευσης κάθε όπλου που έχουμε ή πρόκειται να αγοράσουμε.
Έλεγχος ακρίβειας σκόπευσης
Για τη διεξαγωγή του ελέγχου πρέπει να στηριχθεί το όπλο απολύτως σταθερό. Κατά προτίμηση χρησιμοποιείται τραπέζι, ο σκοπευτής κάθεται σε κάθισμα εμπρός από το τραπέζι, επωμίζει το όπλο ως συνήθως, στηρίζει τους αγκώνες επάνω στο τραπέζι και την πάπια του όπλου –προσοχή, όχι την κάννη!– σε σάκο άμμου που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι. Ο στόχος τοποθετείται στη μέση απόσταση των 27 μέτρων από το στόμιο της κάννης. Το μέγεθός του πρέπει να είναι 1,20 x 1,20 μέτρα. Στο κέντρο φέρει κουκίδα διαμέτρου 3εκ. Η σκόπευση γίνεται πάνω στην κουκίδα.
Έχοντας εκ των προτέρων κατασκευάσει κύκλο διαμέτρου 65 εκατοστών, από χονδρό, διαφανές, εύκαμπτο πλαστικό υλικό, τοποθετούμε τον κύκλο αυτό πάνω στο στόχο έτσι ώστε να καλύψει συμμετρικά, από όλες τις πλευρές, τη διασπορά των σκαγιών, μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν το κέντρο του στόχου όπου έγινε η σκόπευση.
Έχοντας τώρα κάτω από τον πλαστικό αυτό κύκλο ολόκληρη την τουφεκιά, σημειώνουμε επάνω στο στόχο το κέντρο του πλαστικού κύκλου που είναι και το κέντρο διασποράς των σκαγιών. Η σκόπευση επαναλαμβάνεται δύο ακόμη φορές σε νέους στόχους στους οποίους σημειώνεται με το γνωστό τρόπο το κέντρο διασποράς. Μεταφερόμενα αναλογικά αυτά τα δύο νέα σημεία στον πρώτο στόχο, αποτελούν τις κορυφές ενός τριγώνου, του οποίου το σημείο της τομής των διχοτόμων των γωνιών είναι το μέσο σημείο πτώσεων των βολών. Εάν συμπίπτει με το κέντρο του στόχου ή έχει απόκλιση μέχρι 5 εκ. είναι εντελώς παραδεκτό. Με τη δοκιμή αυτή εξασφαλίστηκε η ευστοχία του όπλου με τα συγκεκριμένα φυσίγγια μόνο. Ο έλεγχος γίνεται από πεπειραμένο σκοπευτή και όχι απαραιτήτως από τον ιδιοκτήτη του όπλου. Στα όπλα με δύο κάννες πρέπει να γίνει η δοκιμή ξεχωριστά για κάθε μία κάννη.
Η ημιμάθεια πλήττει την κάρπωση
Με όσα ανεγράφησαν είναι ευνόητο ότι στο κυνήγι πολύ συχνά το θήραμα προσβάλλεται από τα περιφερειακά σκάγια της δέσμης, που είναι αραιά, και όχι από τα κεντρικά. Αποτέλεσμα είναι τραυματισμένα θηράματα, “ματωμένα” πουλιά ή “ξεπουπουλιασμένα”, που συνεχίζουν την πτήση τους. Σαν πρώτο αντίμετρο, οι κυνηγοί, αγνοώντας τη βασική αιτία, αναζητούν “καλύτερα”, κατά κανόνα πιο “δυνατά” φυσίγγια, που φυσικά εκτρέπουν περισσότερο τη δέσμη των σκαγιών από το στόχο, επιδεινώνοντας την κατάσταση.
Το κυνήγι σήμερα, για ορισμένους, είναι άθλημα, για άλλους αποτέλεσμα ενός ενστίκτου του ανθρώπου. Δεν αποτελεί πλέον μέσο επιβίωσης. Για το λόγο αυτό οφείλουμε να παρέχουμε στο θήραμα έναν ανώδυνο ακαριαίο θάνατο και όχι επώδυνος τραυματισμούς. Δεν επιτρέπεται σε όσους ασκούν μια ευγενή παραδοσιακή δραστηριότητα, όπως το κυνήγι, από ημιμάθεια ή αμέλεια στην προετοιμασία, να μην καρπώνονται το θήραμα με τον πρέποντα σεβασμό που αρμόζει σε αυτό.